ἐπάγει

ἐπάγει
ἐπάγω
bring on
pres ind mp 2nd sg
ἐπάγω
bring on
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… …   Wikipedia

  • приложити — Приложить приложити (1) ● Приложити главу лишиться жизни, умереть: Хощу бо, рече, копіе приломити конець поля Половецкаго, съ вами, Русици, хощу главу свою приложити, а любо испити шеломомь Дону. 6. глава (вып. 1, стр. 155) …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • HEDERA — an ab haerendo, mirae enim tenacitatis est, an quod edita petat, an quod exedat parietes, dicta? celebre olim Bacchi coronamentum fuit. Plin. l. 16. c. 34. Dicitur Alexandrum ob raritatem ita coronato exercitu, victorem ex India rediisse, exemplo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… …   Dictionary of Greek

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

  • φωτόφιλος — η, ο, Ν 1. αυτός που αγαπά το φως, που τού αρέσει το φως 2. φρ. α) «φωτόφιλη φάση» βοτ. φάση στον κύκλο ζωής τών φυτών κατά την οποία το φως επάγει την ανθοφορία β) «φωτόφιλος οργανισμός» βιολ. οργανισμός που ευδοκιμεί σε συνθήκες άπλετου… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντερ Βάαλς, Γιοχάνες Ντίντερικ — (Johannes Diderik Van der Waals, Λέιντεν 1837 – Άμστερνταμ 1923). Ολλανδός φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Λέιντεν το 1865. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1873 και έγινε καθηγητής στο Ντέβεντερ, στη Χάγη και μετά στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • βέμπερ — Μονάδα μαγνητικής ροής στο διεθνές σύστημα μονάδων, που πήρε το όνομά της από τον Γερμανό φυσικό Βίλχελμ Έντουαρντ Βέμπερ. Σημειώνεται με Wb. Ένα Wb είναι η μαγνητική ροή, που αν μηδενιστεί, προκαλεί διέλευση φορτίου 1 Cb μέσα από έναν κλειστό… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”